-
1 ἀρτιογώνιος
A having an even number of angles, Archim.Sph.Cyl.1.44, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιογώνιος
См. также в других словарях:
αρτιογώνιος — ἀρτιογώνιος, ον (Α) αυτός που έχει ζυγό αριθμό γωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτιο (< άρτιος) + γώνιος < γωνία (πρβλ. ισογώνιος, οξυγώνιος, ορθογώνιος)] … Dictionary of Greek