Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀρτί-χνους

См. также в других словарях:

  • ισόχνους — ἰσόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει όμοιο χνούδι με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χνους (< χνοῡς), πρβλ. αρτί χνους, καλαμό χνους] …   Dictionary of Greek

  • υπόχνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχνοος, ον, Α λίγο χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χνους (< χνοῦς/ χνόος «χνούδι»), πρβλ. ἀρτί χνους] …   Dictionary of Greek

  • νεόχνους — νεόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις εμφανίζει το πρώτο χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χνόος / χνοῦς (πρβλ. αρτί χνους)] …   Dictionary of Greek

  • THESAURUS Orchivus — in versu Naevii, Itaque postquam Orchivo traditus thesauro etc. monumentum est, seu sepulchrum hypogeum. Nempe Thesauri Templorum dicebantur, in quibus res sacrae vetustate collapsae reponebantur, erantque, in area Templi, structurâ et fornice… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»