Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρτέμονα

См. также в других словарях:

  • ἀρτέμονα — ἀρτέμων foresail masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • παρυπήνη — η Ναυτ. το σχοινί που στερεώνει το δοράτιο τού αρτέμονα, κν. κοντραμουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υπήνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • πρόθοος — ο, Ν [προθέω] ναυτ. τριγωνικό ιστίο που βρίσκεται πάνω από τον αρτέμονα, κν. κοντραφλόκος …   Dictionary of Greek

  • σλουπ — το, Ν ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο με έναν ιστό, ένα κύριο ιστίο, έναν αρτέμονα φλόκο και, μερικές φορές, έναν ή περισσότερους φλόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sloop «είδος πλοίου» < δαν. sloep] …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • μπομπρέσο ή πρόβολος ιστός — Κατάρτι των ιστιοφόρων που βρίσκεται στο ακραίο σημείο της πλώρης και έχει κλίση 20 25 μοιρών περίπου ως προς τον ορίζοντα. Κατά μήκος του μ. εκτείνεται η κάτω πλευρά των φλόκων (αρτεμόνων). Στα ιστιοφόρα μέσων και μεγάλων διαστάσεων, το μ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»