-
1 ἀρτό-τῡρος
ἀρτό-τῡρος, ὁ, Käsebrot, Psell. bei Osann. auctar. p. 105.
-
2 ἀρτότῡρος
См. также в других словарях:
κατάτυρος — κατάτυρος, ον (Α) σκεπασμένος με πολύ τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τυρος (< τυρός), πρβλ. αρτό τυρος, βού τυρος] … Dictionary of Greek
νεότυρος — νεότυρος, ὁ (Α) νωπό, φρέσκο τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * τυρός «τυρί» (πρβλ. αρτό τυρος, πολύ τυρος)] … Dictionary of Greek
πολύτυρος — ον, Α αυτός που εμπεριέχει πολύ τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τυρός «τυρί» (πρβλ. αρτό τυρος)] … Dictionary of Greek