-
1 ἀρτό-πωλις
ἀρτό-πωλις, ιδος, ἡ, Brotverkäuferin, Ar. Ran. 857; Anacr. 66, 4; αἱ ἀρτοπώλιδες heißt eine Komödie des Hermipp., Ath. III, 119 d.
-
2 σκοροδο-πανδοκευτρι-αρτο-πῶλις
σκοροδο-πανδοκευτρι-αρτο-πῶλις, ιδος, ἡ, komisches Wort dei Ar. Lys. 458, Knoblauch-Wirthshaus-Kuchen-Händlerinn.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σκοροδο-πανδοκευτρι-αρτο-πῶλις
-
3 ἀρτόπωλις
-
4 σκοροδοπανδοκευτριαρτοπῶλις
σκοροδο-πανδοκευτρι-αρτο-πῶλις, ιδος, ἡ, komisches Wort: Knoblauch-Wirtshaus- Kuchen-HändlerinWörterbuch altgriechisch-deutsch > σκοροδοπανδοκευτριαρτοπῶλις
См. также в других словарях:
λεκανόπωλις — λεκανόπωλις, ώλιδος, ἡ (Α) η πωλήτρια λεκανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτό πωλις, μυρό πωλις] … Dictionary of Greek
μαθηματοπωλικός — μαθηματοπωλικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που εμπορεύεται τις επιστήμες, αυτός που διδάσκει αντί χρημάτων («μαθηματοπωλικὸν γένος» οι σοφιστές, Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μαθηματοπωλική η αντί χρημάτων διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα, ατος + πωλικός… … Dictionary of Greek