Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτυμάτων

См. также в других словарях:

  • ἀρτυμάτων — ἀρτῡμάτων , ἄρτυμα condiment neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράρτυσις — ύσεως, ἡ, Α [παραρτύω] 1. ετοιμασία 2. η προσθήκη αρτυμάτων και καρυκευμάτων …   Dictionary of Greek

  • σκορδέλαιο — και σκοροδέλαιο, το, Ν βοτ. τό αιθέριο έλαιο το οποίο περιέχουν οι βολβοί τού σκόρδου και που παράγεται κατά την απόσταξή τους με υδρατμούς, έχει ως κύρια χαρακτηριστικά του το θειούχο αλληλοπροπύλιο και το θειούχο διαλλύλιο και χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

  • τάκων — ωνος, και τακών, ῶνος, Α είδος λουκάνικου («τακῶνες τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. τήκω*] …   Dictionary of Greek

  • ευφραντικά — Προϊόντα που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο, είτε γιατί περιέχουν ύλες με ευχάριστη οσμή ή γεύση και κάνουν τα φαγητά εύγεστα είτε γιατί περιέχουν ύλες που προκαλούν ευχάριστη διέγερση του νευρικού συστήματος. Στα προϊόντα αυτά κατατάσσονται τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»