Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀρτο-ποιός

См. также в других словарях:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • θερμοποιός — θερμοποιός, όν (Α) αυτός που παράγει θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ποιος (< ποιώ), πρβλ. αρτο ποιός, λογο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κελευθοποιός — κελευθοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, κλειθρο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • κλειθροποιός — ο, η (Α κλειθροποιός) ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιός, ζωο ποιός] …   Dictionary of Greek

  • kʷei-2 —     kʷei 2     English meaning: to pile, stow, gather     Deutsche Übersetzung: “aufschichten”; daher “aufhäufen, sammeln”, “der Ordnung after auf or to einander legen”, “aufbauen”, “abgeschwächt machen”     Material: O.Ind. cinō ti, cáyati… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αρτοποιός — ο (Α αρτοποιός) αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + ποιός < ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] …   Dictionary of Greek

  • χαλυβοποιείο — το, Ν χαλυβουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + ποιείο (< ποιός*), πρβλ. αρτο ποιείο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»