-
1 ἀρτι-τελής
ἀρτι-τελής, ές, eben eingeweiht, Plat. Phaedr. 231 a; vollkommen, Pol. 6, 18.
-
2 ἀρτιτελής
ἀρτι-τελής, ές,II fully formed, Thphr.HP2.5.5; just finished, Nonn.D.26.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιτελής
-
3 ἀρτιτελής
ἀρτι-τελής, eben eingeweiht; vollkommen -
4 αρτιτελης
21) недавно посвященный Plat.2) законченный, совершенный(Polyb. - v. l. к αὐτοτελής)
См. также в других словарях:
λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… … Dictionary of Greek