-
1 ἀρτι-επής
ἀρτι-επής, ές (ἔπος), 1) vollkommen gewandt im Reden, mit tadelnder Nebenbeziehung, Il. 22, 281, neben ἐπίκλοπος μύϑων, vgl. Scholl. Aristonic. – 2) wahrhaft redend, aufrichtig, γλῶσσα Pind. I. 4, 51; ὄσσα Ol. 6, 61.
-
2 ἀρτιεπής
См. также в других словарях:
αρτιεπής — ἀρτιεπής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ευχέρεια στον λόγο 2. αυτός που απαντά πρόθυμα, αμέσως 3. ο σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + επής < έπος (πρβλ. ηδυεπής, καλλιεπής)] … Dictionary of Greek
συνέπεια — η, ΝΜΑ νεοελλ. 1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια τής αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του») 2. λογική ακολουθία 3. το να είναι κανείς πιστός στον … Dictionary of Greek