-
1 ἀρτιδάϊκτος
A just slain, Nonn.D.15.393,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιδάϊκτος
См. также в других словарях:
αρτιδάικτος — ἀρτιδάικτος, ον (AM) αυτός που σφάχθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δαϊκτος < δαϊκτός < δαΐζω «σφάζω, φονεύω» (πρβλ. ανδροδάικτος, αυτοδάικτος, πυργοδάικτος)] … Dictionary of Greek