-
1 αρτιέπειαι
-
2 ἀρτιέπειαι
См. также в других словарях:
ἀρτιέπειαι — ἀρτιέπεια fem nom/voc pl ἀρτιεπής ready of speech fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρτιέπειαι
2 ἀρτιέπειαι
ἀρτιέπειαι — ἀρτιέπεια fem nom/voc pl ἀρτιεπής ready of speech fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)