Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρτιότης

См. также в других словарях:

  • ἀρτιότης — soundness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητα — ἀρτιότης soundness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητες — ἀρτιότης soundness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητι — ἀρτιότης soundness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητος — ἀρτιότης soundness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιότητα — η (AM ἀρτιότης, ότητος) 1. η ακεραιότητα, η πληρότητα 2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»