-
1 αρτιότης
-
2 ἀρτιότης
-
3 ἀρτιότης
A soundness, entireness, Arr.Epict.1.22.12, Gal. Thras.12, Stob.2.7.7a.2 of numbers, evenness, opp. περιττότης, Arist.Metaph. 1004b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιότης
-
4 αρτιότητα
-
5 ἀρτιότητα
-
6 αρτιότητες
-
7 ἀρτιότητες
-
8 αρτιότητι
-
9 ἀρτιότητι
-
10 αρτιότητος
-
11 ἀρτιότητος
-
12 περισσότης
A extravagance, excess, in pl., Isoc.10.7;π. μιαιφονιῶν D.C.77.16
; pomp,ἡ ἐν τοῖς βίοις π. καὶ πολυτέλεια Plb.9.10.5
.2 in style, redundancy, Hermog.Meth.5.3 ἐκ περισσότητος [κατηγορεῖν], ex abundanti, Aps.Rh.p.223 H.III of numbers, unevenness, opp. ἀρτιότης, Arist.Metaph. 1004b11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισσότης
См. также в других словарях:
ἀρτιότης — soundness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητα — ἀρτιότης soundness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητες — ἀρτιότης soundness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητι — ἀρτιότης soundness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιότητος — ἀρτιότης soundness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιότητα — η (AM ἀρτιότης, ότητος) 1. η ακεραιότητα, η πληρότητα 2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος] … Dictionary of Greek