Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτιμελής

См. также в других словарях:

  • ἀρτιμελής — sound of limb masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιμελής — ές (AM ἀρτιμελής, ές) αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)] …   Dictionary of Greek

  • αρτιμελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει όλα του τα μέλη και σε καλή κατάσταση: Το παιδί είχε γεννηθεί αρτιμελές. Ουσ. αρτιμέλεια, η η σωματική αρτιότητα, ακεραιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρτιμελῆ — ἀρτιμελής sound of limb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιμελής sound of limb masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιμελής sound of limb masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμελεῖς — ἀρτιμελής sound of limb masc/fem acc pl ἀρτιμελής sound of limb masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιμελές — ἀρτιμελής sound of limb masc/fem voc sg ἀρτιμελής sound of limb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • άπηρος — ἄπηρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής …   Dictionary of Greek

  • ανάπηρος — η, ο (Α ἀνάπηρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης 2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα 2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά …   Dictionary of Greek

  • αρτίτοκος — ἀρτίτοκος, ον (Α) 1. ο νεογέννητος 2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί + τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»