-
1 αρτιλογία
ἀρτιλογίᾱ, ἀρτιλογίαready speech: fem nom /voc /acc dualἀρτιλογίᾱ, ἀρτιλογίαready speech: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀρτιλογία
ἀρτιλογίᾱ, ἀρτιλογίαready speech: fem nom /voc /acc dualἀρτιλογίᾱ, ἀρτιλογίαready speech: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀρτιλογία
ἀρτι-λογία, ἡ,A ready speech, Poll.6.150.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιλογία
-
4 ἀρτιφωνία
ἀρτι-φωνία, ἡ,A = ἀρτιλογία, Poll.6.150.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιφωνία
См. также в других словарях:
ἀρτιλογία — ἀρτιλογίᾱ , ἀρτιλογία ready speech fem nom/voc/acc dual ἀρτιλογίᾱ , ἀρτιλογία ready speech fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek