Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτιγέννητος

См. также в других словарях:

  • ἀρτιγέννητος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιγέννητος — η, ο (Μ ἀρτιγέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι * + γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)] …   Dictionary of Greek

  • αρτιγέννητος — η, ο αυτός που πρόσφατα γεννήθηκε ή ιδρύθηκε: Αυτή η οργάνωση είναι αρτιγέννητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρτιγέννητον — ἀρτιγέννητος masc/fem acc sg ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγεννήτοις — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγεννήτου — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγεννήτους — ἀρτιγέννητος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγεννήτων — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγέννητα — ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • νεογέννητος — και νιογέννητος, η, ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο το νεογνό 2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»