-
1 αρτιγέννητον
-
2 ἀρτιγέννητον
-
3 ἀρτιγέννητος
ἀρτιγέννητος, ον (s. ἄρτι, γεννητός; Lucian, Alex. 13; Longus 1, 9, 1; 2, 4, 3) newborn βρέφη infants 1 Pt 2:2 (Lucian, Dial. Marit. 12, 1 βρέφος ἀρτιγέννητον; cp. Sallustius 4 p. 8, 24 N.=FPhGr III, 33, col. 2, 6 γάλακτος τροφή, ὥσπερ ἀναγεννωμένων).—RPerdelwitz, D. Mysterienrel. u. d. Problem d. 1 Pt 1911, 16ff; WBornemann, 1 Pt e. Taufrede d. Silvanus: ZNW 19, 1920, 143–65.—M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀρτιγέννητος
См. также в других словарях:
ἀρτιγέννητον — ἀρτιγέννητος masc/fem acc sg ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)