-
1 αρτιγέννητος
-
2 ἀρτιγέννητος
-
3 ἀρτιγέννητος
ἀρτιγέννητος, ον (s. ἄρτι, γεννητός; Lucian, Alex. 13; Longus 1, 9, 1; 2, 4, 3) newborn βρέφη infants 1 Pt 2:2 (Lucian, Dial. Marit. 12, 1 βρέφος ἀρτιγέννητον; cp. Sallustius 4 p. 8, 24 N.=FPhGr III, 33, col. 2, 6 γάλακτος τροφή, ὥσπερ ἀναγεννωμένων).—RPerdelwitz, D. Mysterienrel. u. d. Problem d. 1 Pt 1911, 16ff; WBornemann, 1 Pt e. Taufrede d. Silvanus: ZNW 19, 1920, 143–65.—M-M. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀρτιγέννητος
-
4 ἀρτιγέννητος
ἀρτι-γέννητος, ον, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιγέννητος
-
5 αρτιγέννητον
-
6 ἀρτιγέννητον
-
7 αρτιγεννήτοις
-
8 ἀρτιγεννήτοις
-
9 αρτιγεννήτου
-
10 ἀρτιγεννήτου
-
11 αρτιγεννήτους
-
12 ἀρτιγεννήτους
-
13 αρτιγεννήτων
-
14 ἀρτιγεννήτων
-
15 αρτιγέννητα
-
16 ἀρτιγέννητα
-
17 ἀρτιγένειος
ἀρτι-γένειος, ον,A with the beard just sprouting, AP9.219 (Diod.), Nonn.D.18.135; as Subst.,ἀ. ἐπίλεκτοι App.Pun.8
; incorrectly used, = ἀρτιγέννητος, σολοικισμοί Luc.Sol.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιγένειος
См. также в других словарях:
ἀρτιγέννητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτιγέννητος — η, ο (Μ ἀρτιγέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι * + γέννητος < γεννητός < γεννώ (πρβλ. αγέννητος, νεογέννητος)] … Dictionary of Greek
αρτιγέννητος — η, ο αυτός που πρόσφατα γεννήθηκε ή ιδρύθηκε: Αυτή η οργάνωση είναι αρτιγέννητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρτιγέννητον — ἀρτιγέννητος masc/fem acc sg ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγεννήτοις — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγεννήτου — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγεννήτους — ἀρτιγέννητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγεννήτων — ἀρτιγέννητος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγέννητα — ἀρτιγέννητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
νεογέννητος — και νιογέννητος, η, ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, ον) αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο το νεογνό 2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα… … Dictionary of Greek