-
1 αρτιγένειος
-
2 ἀρτιγένειος
-
3 αρτιγενειος
21) недавно выросший на щеках(χνόος Anth.)
2) досл. пышно растущий, перен. обильный(σολοικισμοί Luc.)
-
4 ἀρτιγένειος
ἀρτι-γένειος, ον,A with the beard just sprouting, AP9.219 (Diod.), Nonn.D.18.135; as Subst.,ἀ. ἐπίλεκτοι App.Pun.8
; incorrectly used, = ἀρτιγέννητος, σολοικισμοί Luc.Sol.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιγένειος
-
5 ἀρτιγένειος
-
6 αρτιγένειον
ἀρτιγένειοςwith the beard just sprouting: masc /fem acc sgἀρτιγένειοςwith the beard just sprouting: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀρτιγένειον
ἀρτιγένειοςwith the beard just sprouting: masc /fem acc sgἀρτιγένειοςwith the beard just sprouting: neut nom /voc /acc sg -
8 αρτιγενείους
-
9 ἀρτιγενείους
-
10 αρτιγενείω
-
11 ἀρτιγενείῳ
-
12 αρτιγένεια
-
13 ἀρτιγένεια
-
14 ἀρτίχνους
A = ἀρτιγένειος, with the first bloom on,μῆλον AP6.22
(Zon.); ἀ. ἴουλος a young beard, Philostr.Jun.Im.6; ἔρνος ἀρτίχνουν γονέων ἐλπίδα Epigr.Gr. 201.6 ([place name] Cos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίχνους
См. также в других словарях:
αρτιγένειος — ἀρτιγένειος, ον (Α) εκείνος του οποίου τα γένια μόλις άρχισαν να φυτρώνουν … Dictionary of Greek
ἀρτιγένειος — with the beard just sprouting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγένειον — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting masc/fem acc sg ἀρτιγένειος with the beard just sprouting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγενείους — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγενείῳ — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιγένεια — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
ξανθοαρχιγένειος — ή ξανθοαρτιγένειος, ον (Μ) (για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι * + γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»] … Dictionary of Greek