Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτιγένειος

См. также в других словарях:

  • αρτιγένειος — ἀρτιγένειος, ον (Α) εκείνος του οποίου τα γένια μόλις άρχισαν να φυτρώνουν …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιγένειος — with the beard just sprouting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγένειον — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting masc/fem acc sg ἀρτιγένειος with the beard just sprouting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγενείους — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγενείῳ — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιγένεια — ἀρτιγένειος with the beard just sprouting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • ξανθοαρχιγένειος — ή ξανθοαρτιγένειος, ον (Μ) (για το γένι) αυτός που αρχίζει να βγάζει ξανθές τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + αρχι * + γένειος (< γένι). Ο τ. ξανθοαρτιγένειος < ξανθός + ἀρτιγένειος «αυτός που έβγαλε πρόσφατα γένια»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»