-
1 ἀρτηριακός
A of or for the trachea or bronchi, esp. - κή (sc. ἀντίδοτος), ἡ, medicament for their treatment, Plin.HN20.207, 23.136, Gal.13.1; δυνάμεις Androm.ib.14;φάρμακα Aët.8.54
; - κὸν ἴσχαιμον styptic for arterial haemorrhage, Id.3.19; ἀ. πάθος, τὰ ἀ., affections of these organs, Paul.Aeg.3.28; ἡ -κή a medicine, Aët.8.54 sq.;ἡ ἀ. κοιλία τῆς καρδίας
left ventricle,Placit.
4.5.7; ἀ. φωνή, of the human voice, opp. ἡ τῶν ὀργάνων, Nicom.Harm.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτηριακός
-
2 αρτηριακός
arterialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρτηριακός
-
3 αρτηριακά
ἀρτηριακόςof: neut nom /voc /acc plἀρτηριακά̱, ἀρτηριακόςof: fem nom /voc /acc dualἀρτηριακά̱, ἀρτηριακόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 ἀρτηριακά
ἀρτηριακόςof: neut nom /voc /acc plἀρτηριακά̱, ἀρτηριακόςof: fem nom /voc /acc dualἀρτηριακά̱, ἀρτηριακόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 αρτηριακών
-
6 ἀρτηριακῶν
-
7 αρτηριακόν
-
8 ἀρτηριακόν
-
9 αρτηριακή
-
10 ἀρτηριακῇ
-
11 αρτηριακήι
-
12 ἀρτηριακῆι
-
13 αρτηριακής
-
14 ἀρτηριακῆς
-
15 αρτηριακαίς
-
16 ἀρτηριακαῖς
-
17 αρτηριακαί
-
18 ἀρτηριακαί
-
19 αρτηριακοίς
-
20 ἀρτηριακοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αρτηριακός — ή, ό (AM αρτηριακός, ή, όν) [αρτηρία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες αρχ. 1. εκείνος ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία και στους βρόγχους 2. το θηλ. ως ουσ. η αρτηριακή φάρμακα για τη θεραπεία αρτηριακών ανωμαλιών … Dictionary of Greek
αρτηριακός — ή, ό αυτός που ανήκει στις αρτηρίες ή εξυπηρετείται απ αυτές: Υποφέρει από αρτηριακή πίεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… … Dictionary of Greek
ἀρτηριακά — ἀρτηριακός of neut nom/voc/acc pl ἀρτηριακά̱ , ἀρτηριακός of fem nom/voc/acc dual ἀρτηριακά̱ , ἀρτηριακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακῶν — ἀρτηριακός of fem gen pl ἀρτηριακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακόν — ἀρτηριακός of masc acc sg ἀρτηριακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακαῖς — ἀρτηριακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακαί — ἀρτηριακός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακοῖς — ἀρτηριακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακοῦ — ἀρτηριακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτηριακούς — ἀρτηριακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)