-
1 ἀρτεμέω
A to be safe and sound, Nonn.D.35.387.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτεμέω
-
2 ἀρτεμής
ἀρτεμ-ής, ές,A safe and sound,ζωόν τε καὶ ἀρτεμέα Il.5.515
;σὺν ἀρτεμέεσσι φίλοισι Od. 13.43
, cf.A.R.1.415, Call.Iamb.1.227.—[dialect] Ep. word; etym. of Ἄρτεμις, Pl.Cra. 406b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτεμής
-
3 ἀρτεμία
ἀρτεμ-ία, ἡ,A soundness, health, AP9.644 (Agath.), Procl. H.1.42: pl., recovery, Max.184.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτεμία
-
4 ἀρτέμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτέμων
-
5 ἀρτεμώνιον
II name of an eye-salve, Gal.12.780.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτεμώνιον
-
6 ἀρτεμίδιον
A = δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτεμίδιον
-
7 Ἄρταμις
A v. Ἀρτεμ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἄρταμις
См. также в других словарях:
Βισιόλι, Αρτέμ — (Σαμάρα 1889 – 1939). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Ιβάνοβιτς Κότσκουροφ. Στα μυθιστορήματα και στα διηγήματά του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα Πύρινα ποτάμια (1924), Πατρική γη (1926) και προπάντων Η Ρωσία στο αίμα (1929… … Dictionary of Greek
πολύφλεβος — ον, Α άφθονος («πολύφλεβον πηγήν», Αρτεμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλεβος (< φλέψ, φλεβός «φλέβα, πηγή»), πρβλ. ευρύ φλεβος] … Dictionary of Greek
σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… … Dictionary of Greek