Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρτί-τομος

См. также в других словарях:

  • ιθύτομος — ἰθύτομος, ον (Α) αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί τομος, υλό τομος] …   Dictionary of Greek

  • αρτίτομος — ἀρτίτομος, ον (AM) αυτός που κόπηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τόμος < τέμνω (πρβλ.) άτομος, νεότομος)] …   Dictionary of Greek

  • άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»