-
1 ἀρτί-τομος
ἀρτί-τομος, eben geschnitten, gehauen, Ap. Rh. 4, 1515; – ἀρτιτόμος, eben geschnitten, gehauen habend.
-
2 ἀρτίτομος
ἀρτί-τομος, ον,II parox. ἀρτιτόμος, ον, having just cut or hewn, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίτομος
-
3 ἀρτίτομος
ἀρτί-τομος, eben geschnitten, gehauen -
4 ἄρταμος
Grammatical information: m.Meaning: `butcher, cook (S.).Dialectal forms: Myc. atomo?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Eustathios 577, 45 explains ὁ εἰς ἄρτια τέμνων, i.e. haplological for *ἀρτί-ταμος or *ἀρτό-ταμος `artful cutting'. DELG objects that we expect - τομος. To my mind, most improbable. Fur. 345: substr., without evidence, but a priori the most likely solution. Cf. J. Schmidt Kritik 83f.; s. also Ἄρτεμις.Page in Frisk: 1,153Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρταμος
См. также в других словарях:
ιθύτομος — ἰθύτομος, ον (Α) αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί τομος, υλό τομος] … Dictionary of Greek
αρτίτομος — ἀρτίτομος, ον (AM) αυτός που κόπηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τόμος < τέμνω (πρβλ.) άτομος, νεότομος)] … Dictionary of Greek
άρταμος — ἄρταμος, ο (Α) 1. αυτός που κόβει σε κανονικά κομμάτια, ο μάγειρος ή ο χασάπης 2. μτφ. ο φονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπανίως χρησιμοποιούμενη λέξη. Σύμφωνα με την ερμηνεία της λ. στον Ευστάθιο («ο εις άρτια τέμνων»), η λ. θα μπορούσε να… … Dictionary of Greek