-
1 ἀρτί-καυτος
ἀρτί-καυτος, od. ἀρτί-καυστος, frisch gebrannt, Theophr.
-
2 ἀρτίκαυτος
ἀρτί-καυτος, od. ἀρτί-καυστος, frisch gebrannt -
3 ἀρτίκαυστος
ἀρτί-καυστος, ον,A freshly roasted, Thphr.Ign.65.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίκαυστος
См. также в других словарях:
αρτίκαυστος — ἀρτίκαυστος, ον (Α) ο πολύ πρόσφατα καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + καυστος < καυστός < καίω] … Dictionary of Greek