-
1 ἀρτίβλαστος
ἀρτί-βλαστος, ον,A recently sprouted, Callix.1, Dsc.1Praef.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτίβλαστος
См. также в других словарях:
ιερόβλαστος — ἱερόβλαστος, ον (Μ) (για τη ράβδο τού Ααρών) αυτή που βλάστησε από ιερή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + βλαστός (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, οψί βλαστος] … Dictionary of Greek
καλλίβλαστος — καλλίβλαστος, ον (Μ) (για φυτό) αυτός που έχει ωραίους βλαστούς και ωραίο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλαστος (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, νεό βλαστος] … Dictionary of Greek
θεόβλαστος — θεόβλαστος, ον (Α) (για καρπό) αυτός που έχει βλαστήσει με τη χάρη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. ά βλαστος, αρτί βλαστος] … Dictionary of Greek
χαριτόβλαστος — ον, Μ αυτός που έχει ωραία βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλαστός (πρβλ. ἀρτί βλαστος, ταχύ βλαστος)] … Dictionary of Greek
νεόβλαστος — νεόβλαστος, ον (ΑΜ) (για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. αρτί βλαστος] … Dictionary of Greek