Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρτί-βλαστος

См. также в других словарях:

  • ιερόβλαστος — ἱερόβλαστος, ον (Μ) (για τη ράβδο τού Ααρών) αυτή που βλάστησε από ιερή ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + βλαστός (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, οψί βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίβλαστος — καλλίβλαστος, ον (Μ) (για φυτό) αυτός που έχει ωραίους βλαστούς και ωραίο φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βλαστος (< βλαστός), πρβλ. αρτί βλαστος, νεό βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • θεόβλαστος — θεόβλαστος, ον (Α) (για καρπό) αυτός που έχει βλαστήσει με τη χάρη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. ά βλαστος, αρτί βλαστος] …   Dictionary of Greek

  • χαριτόβλαστος — ον, Μ αυτός που έχει ωραία βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βλαστός (πρβλ. ἀρτί βλαστος, ταχύ βλαστος)] …   Dictionary of Greek

  • νεόβλαστος — νεόβλαστος, ον (ΑΜ) (για κλαδιά δέντρων) αυτός που αναπτύσσει νέους και τρυφερούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. αρτί βλαστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»