Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρσενικῷ

См. также в других словарях:

  • ἀρσενικῷ — ἀρσενικόν yellow orpiment neut dat sg ἀρσενικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρσενικῶι — ἀρσενικῷ , ἀρσενικόν yellow orpiment neut dat sg ἀρσενικῷ , ἀρσενικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»