-
1 αρσενικός
-
2 ἀρσενικός
-
3 αρσενικος
-
4 ἀρσενικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρσενικός
-
5 ἀρσενικός
ἀρσενικός, ή, όν (s. ἄρσην; Callim., Epigr. 25; PLille 1, 10 [III B.C.]; POxy 38, 7; PGM 4, 2519; oft. LXX; TestSol 1:7; TestJob 53:1 [ἀρρ-]; ApcMos 15) male φρονεῖν τι ἀ. περί τινος think anything male about someone=‘think of someone as a male’ (with emphasis on sexuality) w. a female as subj. 2 Cl 12:5.—DELG s.v. ἄρσην. -
6 αρσενικός
η, ό[ν] 1.1) мужской;κάνει όλο αρσενικά παιδιά — у него всё мальчики рождаются;
2) грам, мужского рода;§ αρσενικό κλειδί — ключ с бородкой;
2. (ο) самец -
7 αρσενικός
-
8 αρσενικός
[арсэникос] εκ. мужской, мужественный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρσενικός
-
9 ἀρσενικός
-
10 αρσενικός
[арсэникос] επ мужской, мужественный. -
11 αρσενικός
1) bonhomme2) masculin -
12 αρσενικός
męski przym. -
13 αρσενικός
mužský -
14 αρσενικός
maleΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρσενικός
-
15 αρσενικά
ἀρσενικόνyellow orpiment: neut nom /voc /acc plἀρσενικόςneut nom /voc /acc plἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc /acc dualἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ἀρσενικά
ἀρσενικόνyellow orpiment: neut nom /voc /acc plἀρσενικόςneut nom /voc /acc plἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc /acc dualἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 ταρσενικά
ἀρσενικά, ἀρσενικόνyellow orpiment: neut nom /voc /acc plἀρσενικά, ἀρσενικόςneut nom /voc /acc plἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc /acc dualἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc sg (doric aeolic)ἐρσενικά, ἐρσενικόςneut nom /voc /acc plἐρσενικά̱, ἐρσενικόςfem nom /voc /acc dualἐρσενικά̱, ἐρσενικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 τἀρσενικά
ἀρσενικά, ἀρσενικόνyellow orpiment: neut nom /voc /acc plἀρσενικά, ἀρσενικόςneut nom /voc /acc plἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc /acc dualἀρσενικά̱, ἀρσενικόςfem nom /voc sg (doric aeolic)ἐρσενικά, ἐρσενικόςneut nom /voc /acc plἐρσενικά̱, ἐρσενικόςfem nom /voc /acc dualἐρσενικά̱, ἐρσενικόςfem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 мужской
мужской 1) ανδρικός" \мужской зал το κουρείο 2) (пол, род) αρσενικός* * *1) ανδρικόςмужско́й зал — το κουρείο
2) (пол, род) αρσενικός -
20 самец
См. также в других словарях:
αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρσενικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενικός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος (Χασιά Αττικής 1790 – Καπανδρίτι 1825). Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετείχε σε πολλές συμπλοκές έξω από την Αθήνα, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκε. 2. Θωμάς. Ήταν γιος του προηγούμενου. Στάλθηκε… … Dictionary of Greek
ἀρσενικαῖς — ἀρσενικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικαί — ἀρσενικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικοί — ἀρσενικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικούς — ἀρσενικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῆς — ἀρσενικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῇ — ἀρσενικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενική — ἀρσενικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικήν — ἀρσενικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)