-
1 αρρενοπαις
-
2 ἀρρενόπαις
II ἀ. Κύπρις, -paedicatio, AP 5.55 (Diosc.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρενόπαις
-
3 ἀῤῥενόπαις
ἀῤῥενό-παις, Erzeugung männlicher Kinder; γαστήρ, mit einem Knaben schwanger -
4 αρρενόπαιδες
-
5 ἀρρενόπαιδες
См. также в других словарях:
αρρενόπαις — ἀρρενόπαις ( παιδος), ο, η (AM) 1. αυτός που περιλαμβάνει μόνο αρσενικά παιδιά («αρρενόπαις γόνος, γονή») 2. ο ερμαφρόδιτος … Dictionary of Greek
ἀρρενόπαιδες — ἀρρενόπαις of male children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρην — εν (AM ἄρρην και ἄρσην εν) 1. ο αρσενικός 2. ο ανδρικός, ο γενναίος 3. ο ισχυρός 4. ως ουσ. αυτός που ανήκει στο αρσενικό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. του άρσην*, με αφομοίωση. ΠΑΡ. αρχ. αρρενικός, αρρενώ, αρρενώδης (αρχ. μσν.) αρρενότης. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek