-
1 ἀρρενογόνος
ἀρρενο-γόνος, ον,A begetting or bearing male children, ib. 573b32, 585b13;αἱ σμικραὶ κοτυληδόνες ἀρς. Hp.Steril.230
; of drugs, promoting the conception of males, Dsc.3.140.2 ἀρρενογόνον, τό, = φύλλον III, dog's mercury, Mercurialis perennis, Thphr.HP9.18.5, Dsc.3.125, Plin.HN26.162.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρρενογόνος
См. также в других словарях:
πατρογονία — η φρ. «νόμος πατρογονίας» βιολ. ο νόμος που ισχύει στην εξέλιξη τών ζώων και κατά τον οποίο κάθε άτομο κατά την εμβρυογονική του ανάπτυξη περνάει διαδοχικά τις μορφές από τις οποίες πέρασε το είδος ώς τη σημερινή μορφή του, αλλ. πατρογονικός… … Dictionary of Greek