-
1 αρραβώσιν
-
2 ἀρραβῶσιν
См. также в других словарях:
ἀρραβῶσιν — ἀρραβών earnest money masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αρραβώσιν
2 ἀρραβῶσιν
ἀρραβῶσιν — ἀρραβών earnest money masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)