-
1 αρραβώνων
-
2 ἀρραβώνων
См. также в других словарях:
ἀρραβώνων — ἀρραβών earnest money masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въданыи — (60) прич. страд. прош. к въдати. 1.В 1 знач.: Ни ѥдинъ же отъ причитаѥмыихъ въ клиросѣ да не облачитiсѩ не въ свою ризоу||... нъ въ одеждахъ да ходить. абиѥ причитаныихъ въ клиросѣ въданыихъ. (ἀπονεμηϑείσαις) КЕ XII, 50 51; Плѣньнымъ ѡ(т)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαίσιον — ή διέσιον, το (AM) διάλυση γάμου ή αρραβώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διέσιον < δίεσις < δίημι* (πρβλ. και λατ. repudium)] … Dictionary of Greek
κατεγγυητικά — κατεγγυητικά, τὰ (Α) [κατεγγυώ] η γιορτή τών αρραβώνων … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
βέρα — η (λ. βενετ.), το δαχτυλίδι των αρραβώνων ή των γάμων με το οποίο επισημοποιείται η σχέση του ζευγαριού: Οι βέρες των γάμων τους ήταν διπλοί κρίκοι σε διαφορετικά χρώματα χρυσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)