-
1 αρρίζωτοι
-
2 ἀρρίζωτοι
-
3 ῥιζόω
A cause to strike root: metaph., plant, fix firmly,ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν Od.13.163
; [νήσους] κατὰ βυσσὸν πρυμνόθεν (s. v.l.) Call.Del.35:—[voice] Pass., of trees and plants, take root, strike root, X.Oec.19.9, Thphr.CP1.2.1:—[voice] Med., ἄριστον ῥιζώσασθαι, of the fig, Id.HP2.5.6; so αἱ πίνναι ἐρρίζωνται, opp. ἀρρίζωτοι, Arist. HA 548a5;ῥ. ἐπί τινος AP6.66
(Paul.Sil.); ὀδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος made fast or solid, S.OC 1591; of a bridge,αἰώνιος ἐρρίζωται Epigr.Gr.1078.7
([place name] Adana).2 metaph.,ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.1.64
:—[voice] Pass., τυραννὶς ἐρριζωμένη ib.60, cf. Pl.Lg. 839a; ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρ. have their root in.., Id.Ep. 336b, cf. S E. Med.1.271; ἐν ἀγάπῃ ἐρρ. Ep.Eph.3.18.II [voice] Pass. also of land, to be planted with trees,ἀλωὴ ἐρρίζωται Od.7.122
.
См. также в других словарях:
ἀρρίζωτοι — ἀρρίζωτος not rooted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безкореньнъ — (1*) нар. Не имеющий корней. Перен.: не пріносѩще труда и бескореньни. о нихъ же тако реку. и бесплодии нѣкако ˫авѩть(с). (ἀῤῥίζωτοι) ФСт XIV, 8а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αρρίζωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει βγάλει ρίζες 2. εκείνος που δεν έχει ριζώσει, δεν έχει στεριώσει κάπου («Κ ήρθαν οι γύφτοι που ξεπέσαν / κι αρρίζωτοι ψευτορριζώσαν», Κ. Παλαμάς) … Dictionary of Greek