-
1 ἀρουραῖος
-
2 αρουραίος
-
3 ἀρουραῖος
-
4 ἀρουραῖος
ἀρουραῖος, zum Ackerland gehörig, ländlich, bäuerisch; μοῦσα, die Heuschrecke; ἀ. ϑεός heißt komisch Euripides Mutter; ebenso schimpfend heißt Aeschines ἀρουραῖος Οἰνόμαος, der den Oenomaus schlecht gespielt -
5 αρουραιος
-
6 αρουραίος
ο полевая мышь -
7 αρουραίος
[арурэос] ουσ. а. полевая мышь.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αρουραίος
-
8 αρουραίος
[арурэос] ουσ α полевая мышь. -
9 ἀρουραῖος
A of or from the country, rural, rustic, μῦς ἀ. field-vole, Hdt.2.141; ; ὦ παῖ τῆς ἀ. θεοῦ, of Euripides as the reputed son of a herb-seller, Ar.Ra. 840; ἀ. Οἰνόμαος, of Aeschines, who played the part of Oenomaüs 'in the provinces', D. 18.242, cf. AB211 sq.; ἀ. λίθοι rough stones, SIG2587.21; φυτὰ ἀ. field-weeds, Thphr.HP7.6.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρουραῖος
-
10 αρουραίος
rat -
11 αρουραίος
szczur (m) rzecz. -
12 αρουραίος
krysa -
13 αρουραίος
ratΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αρουραίος
-
14 rat
αρουραίος -
15 krysa
αρουραίος -
16 rat
αρουραίος -
17 szczur
αρουραίος -
18 αρωραιος
-
19 αρουραίον
-
20 ἀρουραῖον
См. также в других словарях:
ἀρουραῖος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek
αρουραίος — ο μεγαλόσωμος ποντικός που ζει στα χωράφια: Οι αρουραίοι κάνουν μεγάλες καταστροφές στα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρουραῖον — ἀρουραῖος of masc acc sg ἀρουραῖος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρουραῖα — ἀρουραῖος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρουραῖοι — ἀρουραῖος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek
ποντικός — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται τα Τρωκτικά, που ανήκουν στην υποοικογένεια των μυϊνών, της μεγάλης οικογένειας των Μυϊδών. Μια τυπική μορφή των απλοδόντων αυτών είναι ο γνωστός κατοικίδιος ποντικός (mus musculus), που έχει μήκος 16 18 εκ … Dictionary of Greek
κομβόλβουλος ή κονβόλβουλος — (Convolvulus). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 250 είδη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες ή μικρούς θάμνους, ύψους μέχρι 1 μ. Ο βλαστός είναι όρθιος,… … Dictionary of Greek
ἀρουραία — ἀρουραί̱ᾱ , ἀρουραῖος of fem nom/voc/acc dual ἀρουραί̱ᾱ , ἀρουραῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρουραίας — ἀρουραί̱ᾱς , ἀρουραῖος of fem acc pl ἀρουραί̱ᾱς , ἀρουραῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)