-
1 αροτροδιαυλος
См. также в других словарях:
ἀροτροδίαυλε — ἀροτροδίαυλος plougher masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αροτροδιαυλος
ἀροτροδίαυλε — ἀροτροδίαυλος plougher masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)