Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀροτριάσῃ

  • 1 αροτριάση

    ἀροτριάσηι, ἀροτρίασις
    fem dat sg (epic)
    ἀροτριά̱σῃ, ἀροτριάω
    aor subj mid 2nd sg (attic doric)
    ἀροτριά̱σῃ, ἀροτριάω
    aor subj act 3rd sg (attic doric)
    ἀροτριά̱σῃ, ἀροτριάω
    fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)
    ἀροτριάζω
    plough: aor subj mid 2nd sg
    ἀροτριάζω
    plough: aor subj act 3rd sg
    ἀροτριάζω
    plough: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > αροτριάση

  • 2 ἀροτριάσῃ

    ἀροτριάσηι, ἀροτρίασις
    fem dat sg (epic)
    ἀροτριά̱σῃ, ἀροτριάω
    aor subj mid 2nd sg (attic doric)
    ἀροτριά̱σῃ, ἀροτριάω
    aor subj act 3rd sg (attic doric)
    ἀροτριά̱σῃ, ἀροτριάω
    fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic)
    ἀροτριάζω
    plough: aor subj mid 2nd sg
    ἀροτριάζω
    plough: aor subj act 3rd sg
    ἀροτριάζω
    plough: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > ἀροτριάσῃ

См. также в других словарях:

  • αροτρίαση — η (Μ ἀροτρίασις) [αροτριώ] το όργωμα …   Dictionary of Greek

  • αροτρίαση — η όργωμα, άροση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀροτριάσῃ — ἀροτριάσηι , ἀροτρίασις fem dat sg (epic) ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω aor subj act 3rd sg (attic doric) ἀροτριά̱σῃ , ἀροτριάω fut ind mid 2nd sg (attic doric aeolic) ἀροτριάζω plough aor subj mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκαμα — (I) το 1. το ξαναζέσταμα τού φούρνου που κρύωσε ώστε να ψηθεί καλά το ψωμί 2. τα κλαδιά ή τα φρύγανα, με τα οποία γίνεται το ξαναζέσταμα τού φούρνου 3. ο καθαρισμός τής κυψέλης με φωτιά 4. θερμή ατμόσφαιρα, ζεστός καιρός, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • περιαροτρίαση — η η περιάροση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αροτρίαση «όργωμα»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»