-
1 ἀρνειός
ἀρνειός, ὁ, Schafbock, Widder; substantivirt aus dem vor., der Accent geändert wegen der Modification der Bed.; Hom. Iliad. 2, 550. 3, 197 Od. 1, 25. 9, 239. 432. 444. 463. 550. 10, 527. 572. 11, 131. 23, 278. – Sp.
-
2 ἄρνειος
-
3 ἄρνειος
ἄρνειος, vom Lamm od. Schaf -
4 ἀρνειός
ἀρνειός, Schafbock, Widder -
5 πηγεσί-μαλλος
πηγεσί-μαλλος, dichtwollig, mit dichtwolligem Vließe, ἀρνειός, Il. 3, 197; nach Eust. wollten es Andere »schwarzwollig« erklären.
-
6 στείνω
στείνω, ion. στένω, – 1) eng machen, verengen, στεῖνον ψαμάϑους ὁμάδῳ, Orph. Arg. 112. sie verengten den Sand durch die Menge. – Pass. στείνομαι, στένομαι, eng werden, sich verengen, ϑύρετρα εὐρέα φεύγοντι στείνοιτο, die Pforte verengt sich dem Fliehenden, Od. 18, 386; eingeengt werden, Il. 14, 34. – 2) weil das Engwerden bes. durch Anfüllung des Raumes bewirkt wird, voll sein oder werden, sich füllen, στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων, Od. 9, 219, Hes. Th. 160, auch c. dat., ποταμὸς στεινόμενος νεκύεσσιν, Il. 21, 220, wenn man es hier nicht »eingeengt durch Leichen« übersetzen will; vgl. Ap. Rh. 4, 335; νεκρῶν δ' ἐστείνετο γαῖα, Qu. Sm. 7, 100. – Daher auch 3) bedrängt belastet sein, beschwert werden, ἀρνειὸς λαχνῷ στεινόμενος καὶ ἐμοί, Od. 9, 445. – Vgl. das att. στένω.
-
7 λαχμός [2]
-
8 ἀρήν
ἀρήν, ungebräuchlicher nom., von dem die syncop. Formen ἀρνός, ἀρνί, ἄρνα, ἄρνε. ἀρνοῖν, ἄρνες, ἀρνῶν, ἀρνάσιν u. Ion. ἄρνεσσιν, ἄρνας. bei den Att. u. sonst; der nom. wird durch ὁ ἀμνός ergänzt, w. m. s. Bei Hom. öfters gen. ἀρνῶν, z. B. Iliad. 3, 273; ἄρνα Iliad. 3, 119. 22, 310; ἄρνε 3. 103. 246; ἄρνες 22, 263. 8, 131 Od. 4, 85; ἄρνεσσιν Iliad. 16, 352; ἄρνας Iliad. 3, 117. 310 Od. 9, 226. Ableitung dunkel; Bedeutg viell. ursprüngl.: das männliche Schaf, der Widder; gebräuchl. in der Bed. Lamm, ohne Unterschied des Geschlechts. Apoll. Lex. 42, 6 ἀρνειός κριός, ἄρνες δὲ τὰ νεογνὰ τῶν προβάτων. Hom. Iliad. 3, 103 οἴσετε δ' ἄρν', ἕτερον λευκὸν ἑτέρην δὲ μέλαιναν, γῇ τε καὶ ἠελίῳ· Διὶ δ' ἡμεῖς οἴσομεν ἄλλον; Od. 4, 85 Λιβύην, ἵνα τ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέϑουσιν; αἰετὸς ἁρπάξων ἢ ἄρν' ἀμαλᾷν ἢπτῶκα λαγωόν Iliad. 22, 310; ὄιες ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν 4, 435; ἀρνῶν πρωτογόνων ἑκατόμβην 4, 102. 120. 23, 864. 873. – Bei Theophr. junge Schößlinge.
-
9 ἄριστος
ἄριστος (vgl. άρείων), superlat. zu ἀγαϑός, der Beste; bei Hom. bes. Bezeichnung der tapfersten Helden, der Vornehmen, Fürsten; οὕνεκ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 580; ἄνδρα ἄριστον 5, 839; φῶτες ἄριστοι 18, 230; λαὸν ἄριστον Od. 11, 500; πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοί Iliad. 2, 577; ἄριστον Ἀχαιῶν 1, 244; Ἀργείων πάντας ἀρίστους 3, 19; δύ' ἀνέρε δήμου ἀρίστω 12, 447; ἕταρον, φαινομένων τὸν ἄριστον 10, 236; ἄριστος ἐνὶ Θρῄκεσσι τέτυκτο 6, 7; ὅσσοι ἄριστοι ἐνὶ στρατῷ εὐχόμεϑ' εἶναι 15, 296; verstärkt durch μέγα, πολλόν, ὄχα, ἔξοχα: ὃς μέγ' ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι 2, 82; πολλὸν ἄριστος ἀνήρ Od. 15, 521; τίς τ' ἂρ τῶν ὄχ' ἄριστος ἔην Iliad. 2, 761; δύο δ' ἀνέρες ἔξοχ' ἄριστοι 20, 158; mit dat.: ἀρετῇ δ' ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι Od. 4, 629; οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ' ἄριστοι 22, 244; ἄριστος Ἀχαιῶν τοξοσύνῃ, ἀγαϑὸς δὲ καὶ ἐν σταδίῃ ὑσμίνῃ Iliad. 13, 313; ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος 23, 891; υἱέας αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od. 4, 211 ποσὶ κραιπνῶς ϑέομεν καὶ νηυσὶν ἄριστοι 8, 247; βουλῇ μετὰ πάντας ὁμήλικας ἔπλευ ἄριστος Iliad. 9, 54; βροτῶν ὄχ' ἄριστος ἁπάντων βουλῇ καὶ μύϑοισιν Od. 13, 297; mit acc.: νεῖκος ἄριστε, v. l. νείκει, Iliad. 23, 483; εἶδος ἄριστε 3, 39; ἄριστος ἔην εἶδός τε δέμας τε τῶν ἄλλων Δαναῶν μετ' ἀμύμονα Πηλείωνα Od. 11, 469; mit inf.: τῶν δὲ ϑέειν ὄχ' ἄριστος ἔην Κλυτόνηος Od. 8, 123; οὕνεκ' ἄριστοι πᾶσαν ἐπ' ἰϑύν ἐστε μάχεσϑαί τε φρονέειν τε Iliad. 6, 78; von den Göttern : Ζηνὸς τοῦ ἀρίστου Iliad. 14, 213; Ζεύς, ϑεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος 19, 258; φησὶν γὰρ ἐν ἀϑανάτοισι ϑεοῖσιν κάρτεΐ τε σϑένεΐτε διακριδὸν εἶναι ἄριστος 15, 108; Ζεύς, τόν περ ἄριστον ἀνδρῶν ἠδὲ ϑεῶν φασ' ἔμμεναι 19, 95; den Poseidon nennt Zeus πρεσβύτατον καὶ ἄριστον Od. 13, 142; ἄριστοι ἀϑανάτων Iliad. 20, 122; ϑεάων ἀρίστη, Hera, 18, 364; ἄριστοι μάρτυροι, die Götter, 22, 254; ἱερῆας ἀρίστους 9, 575; Πολυφείδεα μάντιν Ἀπόλλων ϑῆκε βροτῶν ὄχ' ἄριστον Od. 15, 253; οἰωνοπόλων ὄχ' ἄριστος Iliad. 1, 69; σὺν ἀνδράσιν οἳ τότ' ἄριστοι ἦσαν ἐνὶ Τροίῃ τέκτονες ἄνδρες 6, 314; σκυτοτόμων ὄχ' ἄριστος Iliad. 7, 221; Φαιήκων βητάρμονες ὅσσοι ἄριστοι Od. 8, 250; χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι Iliad. 24, 261; von Weibern: γυναικῶν εἶδος ἀρίστη Od. 7, 57; ϑυγατρῶν εἶδος ἀρίστην Iliad. 6, 252; ἑπτὰ ἔξοχ' ἀρίστας, κούρας, 9, 638; δμωάων ἥ τίς τοι ἀρίστη φαίνεται εἶναι Od. 15, 25; von Thieren: ἵπποι μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο Iliad. 2, 763; ἄριστοι ἴππων 5, 266; συῶν τὸν ἄριστον Od. 14, 108; σιάλων τὸν ἄριστον ἁπάντων 14, 19; τρεῖς σιάλους, οἳ ἔσαν μετὰ πᾶσιν ἄριστοι 20, 163; ἀρνειός, μήλων ὄχ' ἄριστος ἁπάντων 9, 432; αἰγῶν ὅς τις φαίνηται ἄριστος 14, 106; βοῦν, ἥ τις ἀρίστη Iliad. 17, 62; von andern Sachen: τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶρος ἄριστος Od. 5, 442; τεύχε' ἄριστα Iliad. 15, 616; ἀ σπίδες ὅσσαι ἄρισται ἐνὶ στρατῷ ἠδὲ μέγισται 14, 371; νῆα, ἥ τις ἀρίστη Od. 1, 280; εἰδήσεις ὅσσον ἄρισται νῆες ἐμαί 7, 327; χηλόν, ἥ τις ἀρίστη 8, 424; ἀρίστην βουλήν Iliad. 9, 74; μῆτιν ἀρίστην 17, 634; εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσϑαι περὶ πάτρης 12, 243; τόδε μέγ' ἄριστον' ἔρεξεν 2, 274; ὃ γάρ κ' ὄχ' ἄριστον ἁπάντων εἴη 12, 344; δοκέει δέ μοι εἶναι ἄριστον Od. 5, 360; ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα Iliad. 9, 103; ὅπως ὄχ' ἄριστα μετ' ἀμφοτέροισι γένηται 3, 110; ἦ σοῐ ἄριστα πεποίηται κατὰ οἶκον πρὸς Τρώων 6, 56. Statt ὁ ἄριστος öfters ὤριστος, z. B. ἀνὴρ ὤριστος Iliad. 11, 288; ϑεῶν ὤριστος 13, 154; λοῖσϑος ἀνὴρ ὤριστος ἐλαύνει ἴππους 23, 536; οὐ μέν μοι δοκέεις ὁ κάκιστος Ἀχαιῶν ἔμμεναι, ἀλλ' ὤριστος: Od. 17, 416. Bei Art. oft sittliche Vorzüge; doch nicht sel-ten tapfer, Plat.; Xen.; ὦ ἄριστε, eine häufige Anrede bei Plat.
См. также в других словарях:
αρνειός — ἀρνειός και ἀρνηός, ο (Α) 1. το κριάρι 2. ως επίθ. «ὄιν ἀρνειόν» αρσενικό πρόβατο 3. ο αστερισμός του Κριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνειός < *αρσνειός (πρβλ. πτέρνα, γοτθ. fairzna) < *αρσνηFός (πρβλ. άρσην). Η σύνδεση με τον τ. Fαρήν είναι… … Dictionary of Greek
άρνειος — ἄρνειος, α, ον (Α) [αρήν] ο αρνίσιος, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αρνί … Dictionary of Greek
ἀρνειός — ram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνειος — of a lamb masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνείων — ἄρνειος of a lamb fem gen pl ἄρνειος of a lamb masc/neut gen pl ἀρνεῖον sheep neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνειον — ἄρνειος of a lamb masc acc sg ἄρνειος of a lamb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῖο — ἀρνειός ram masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῖς — ἀρνειός ram masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῖσιν — ἀρνειός ram masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοί — ἀρνειός ram masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνειοῦ — ἀρνειός ram masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)