Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀρμενίζει

  • 1 αρμενίζει

    ἀρμενίζω
    sail: pres ind mp 2nd sg
    ἀρμενίζω
    sail: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > αρμενίζει

  • 2 ἀρμενίζει

    ἀρμενίζω
    sail: pres ind mp 2nd sg
    ἀρμενίζω
    sail: pres ind act 3rd sg

    Morphologia Graeca > ἀρμενίζει

  • 3 αρμενίζω

    αμετ.
    1) идти, плыть под парусами; 2) плавать, путешествовать (на корабле); 3) перен. блуждать (о мыслях);

    πού αρμενίζει ο νούς σου; — о чём ты размышляешь, думаешь?;

    § καθώς τον εύρω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω — погов, действовать смотря по обстоятельствам, приспосабливаться к обстановке;

    αρμενίζομαι — болеть родовой горячкой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρμενίζω

См. также в других словарях:

  • ἀρμενίζει — ἀρμενίζω sail pres ind mp 2nd sg ἀρμενίζω sail pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρμενίζω — (AM ἀρμενίζω) ταξιδεύω στη θάλασσα (για τα ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) μσν. νεοελλ. 1. αποπλέω, ξεκινώ 2. κάνω ώστε ν αποπλεύσει το πλοίο, του φουσκώνω τα πανιά νεοελλ. φρ. 1. «αρμενίζει καλά» έχει ρυθμίσει καλά τη ζωή του 2. «που αρμενίζει …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδρομία — ή 1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, κν. αρμενισιά 2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων 3. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων οχημάτων στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… …   Dictionary of Greek

  • αρμενίζω — ισα, πλέω με τα πανιά (άρμενα), ταξιδεύω (κυριολ. και μτφ.): Πού αρμενίζει το μυαλό σου και δε με προσέχεις; Ουσ. αρμένισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστιοδρομία — η 1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, αρμενίσια. 2. αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»