Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρκῶ

См. также в других словарях:

  • ἁρκῶ — ἀρκῶ , ἀρκέω ward off pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀρκῶ , ἀρκέω ward off pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρκώ — αρκώ, άρκεσα βλ. πίν. 76 (και ως απρόσ. αρκεί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρκώ — (AM ἀρκῶ έω) 1. επαρκώ, είμαι αρκετός, ικανοποιώ 2. αρκούμαι μου είναι αρκετό κάτι, μου φθάνει, το βρίσκω ικανοποιητικό 3. τα αρκούντα αρκετή ποσότητα αρχ. 1. αποκρούω, αποσοβώ 2. προστατεύω, υπερασπίζω 3. βοηθώ 4. κατορθώνω, πραγματοποιώ.… …   Dictionary of Greek

  • αρκώ — εσα, έστηκα, συνήθως εύχρηστο (στην ενεργ. φωνή) στο γ εν. πρόσ. αρκεί είναι αρκετό, φτάνει, σώνει, δε χρειάζεται άλλο ή συνέχεια: Φοβούμαι πως το νερό που παίρνουμε δε θ αρκέσει. Το μέσ. αρκούμαι είμαι ικανοποιημένος, δεν έχω περισσότερες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρκῶ — ἀρκέω ward off pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀρκέω ward off pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρκῳ — ἄρκος bear masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

  • επαρκώ — (AM ἐπαρκῶ, έω) [αρκώ] είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω («τα τρόφιμα δεν επαρκούν») αρχ. 1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτι («οὐδέ τι οἱ τὸ γ ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω… …   Dictionary of Greek

  • σιταρκώ — έω, Μ εφοδιάζω με τρόφιμα, παρέχω αρκετή τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀρκῶ «ικανοποιώ, επαρκώ» (πρβλ. ζω αρκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»