-
1 αρκυστατος
-
2 ἀρκύστατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρκύστατος
-
3 ἀρκύστατος
ἀρκύ-στατος, Netz stellend, umgarnend -
4 αρκύστατ'
ἀρκύστατα, ἀρκύστατοςbeset with nets: neut nom /voc /acc plἀρκύστατε, ἀρκύστατοςbeset with nets: masc voc sgἀρκύσταται, ἀρκύστατοςbeset with nets: fem nom /voc pl -
5 ἀρκύστατ'
ἀρκύστατα, ἀρκύστατοςbeset with nets: neut nom /voc /acc plἀρκύστατε, ἀρκύστατοςbeset with nets: masc voc sgἀρκύσταται, ἀρκύστατοςbeset with nets: fem nom /voc pl -
6 αρκυστάτων
-
7 ἀρκυστάτων
-
8 αρκύστατον
ἀρκύστατοςbeset with nets: masc acc sgἀρκύστατοςbeset with nets: neut nom /voc /acc sg -
9 ἀρκύστατον
ἀρκύστατοςbeset with nets: masc acc sgἀρκύστατοςbeset with nets: neut nom /voc /acc sg -
10 αρκυστάτην
-
11 ἀρκυστάτην
-
12 αρκυστάτοις
-
13 ἀρκυστάτοις
-
14 αρκύστατα
-
15 ἀρκύστατα
См. также в других словарях:
αρκύστατος — ἀρκύστατος, η, ον (Α) 1. ο στημένος σαν δίχτυ 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + στατος < ίστημι] … Dictionary of Greek
ἀρκυστάτων — ἀρκύστατος beset with nets fem gen pl ἀρκύστατος beset with nets masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκύστατον — ἀρκύστατος beset with nets masc acc sg ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκυστάτην — ἀρκύστατος beset with nets fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκυστάτοις — ἀρκύστατος beset with nets masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκύστατα — ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκύστατ' — ἀρκύστατα , ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc pl ἀρκύστατε , ἀρκύστατος beset with nets masc voc sg ἀρκύσταται , ἀρκύστατος beset with nets fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… … Dictionary of Greek
αρκυστασία — ἀρκυστασία, η (Α) [αρκύστατος] ο τρόπος, η σειρά τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών … Dictionary of Greek