Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀρκτύλος

См. также в других словарях:

  • ἀρκτύλοι — ἀρκτύλος bear s cub masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερωτύλος — ο (Α ἐρωτύλος) νεοελλ. αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα αρχ. 1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός 2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» τραγουδώ ερωτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + επίθημα υλ(λ)ος, το οποίο έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»