-
1 ἀρκτύλος
-
2 ἀρκτύλος
См. также в других словарях:
ἀρκτύλοι — ἀρκτύλος bear s cub masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτύλος — ο (Α ἐρωτύλος) νεοελλ. αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα αρχ. 1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός 2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» τραγουδώ ερωτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + επίθημα υλ(λ)ος, το οποίο έχει… … Dictionary of Greek