-
1 ἀρι-φραδής
ἀρι-φραδής, ές (φράζομαι), 1) sehr deutlich, σῆμα Iliad. 23, 326 Od. 11, 126. 21, 217. 23, 73. 273. 24. 329; ἐπεὶ ἤδη σήματ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς, v. l. ἀριφραδέως, Od. 23, 225; ὀστέα Πατρὁκλοιο λέγωμεν, εὖ διαγιγνώσκοντες. ἀριφραδέα δὲ τέτυκται· ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ Iliad. 23, 240, – 2) τοῖχοι, sehr erhellt, Theocr. 24, 39. – 3) ἀνήρ. Soph. Ant. 347, leicht erkennend, klug.
-
2 ἀριφραδής
A clear, manifest,σῆμα Il.23.326
; ὀστέα.. ἀριφραδέα τέτυκται ib. 240: so poet.Adv.- δέως plainly,ἀ. ἀγορεύει Theoc.25.176
.2 clear to the sight, bright, Id.24.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριφραδής
-
3 ἀριφραδής
ἀρι - φραδής, ές ( φράζομαι): very plain, easy to note or recognize; σῆμα, ὀστέα, Il. 23.240; adv., ἀριφραδέως. v. l. in Od. 23.225.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀριφραδής
-
4 ἀριφραδής
-
5 αριφραδης
См. также в других словарях:
ηδυφραδής — ἡδυφραδής, ές (Μ) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φραδής (< φράζω ή < αμάρτυρο *φράδος), πρβλ. αρι φραδής, δολο φραδής] … Dictionary of Greek
πολυφραδής — ές, Α 1. πολύ ευφραδής, πολύ εύγλωττος ή πολύ συνετός («Γαίης ἐννεσίῃσι πολυφραδέεσσι δολωθείς», Ησίοδ.) 2. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, ξακουστός, ονομαστός, περίφημος («πολυφραδὲς ἔργον», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φραδής (< … Dictionary of Greek
αριφραδής — ἀριφραδής ( οῡς), ές (Α) Ι. 1. ο ολοφάνερος, ο ευδιάκριτος 2. ο φωτεινός 3. ο πολύ συνετός, ο σοφός II. επίρρ. ἀριφραδέως σαφέστατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + φραδής < φράζω «κάνω φανερό, δηλώνω»] … Dictionary of Greek