Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀριστάρχω

См. также в других словарях:

  • αρισταρχώ — ἀρισταρχῶ ( έω) (Α) [αρίσταρχος] κυβερνώ, διοικώ με τον καλύτερο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστάρχω — Ἀρίσταρχος masc nom/voc/acc dual Ἀρίσταρχος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχω — ἀρίσταρχος rule in the best way masc nom/voc/acc dual ἀρίσταρχος rule in the best way masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστάρχῳ — Ἀρίσταρχος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστάρχῳ — ἀρίσταρχος rule in the best way masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»