-
1 ἀριστό-μαντις
ἀριστό-μαντις, εως, ὁ, am besten wahrsagend, Soph. Phil. 1322.
-
2 ἀριστόμαντις
См. также в других словарях:
λιβανομάντης — ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ) αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα τού καπνού τού καιγόμενου λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό μαντις, οιωνό μαντις)] … Dictionary of Greek