-
1 ἀριστοκρατία
ἀριστο-κρᾰτία, ἡ,A rule of the best-born, aristocracy,ἀ. σώφρων Th.3.82
, cf. Henioch.5.17, Isyll.1, etc.; rule of the rich, Pl.Plt. 301a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστοκρατία
См. также в других словарях:
κακιστοκρατία — ἡ η εξουσία τών κακίστων, η οχλοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάκιστος + κρατία (< κρατής < κράτος), πρβλ. αριστο κρατία] … Dictionary of Greek
ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής … Dictionary of Greek
φιλοκρατία — ἡ, Α η αγάπη για την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. ἀριστο κρατία] … Dictionary of Greek