Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀριστο-κρᾰτία

См. также в других словарях:

  • κακιστοκρατία — ἡ η εξουσία τών κακίστων, η οχλοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάκιστος + κρατία (< κρατής < κράτος), πρβλ. αριστο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής …   Dictionary of Greek

  • φιλοκρατία — ἡ, Α η αγάπη για την εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. ἀριστο κρατία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»