Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀριστοτέχνης

См. также в других словарях:

  • ἀριστοτέχνης — best of artificers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριστοτέχνης — ο θηλ. ισσα 1. άριστος τεχνίτης ή καλλιτέχνης: Είναι αριστοτέχνης διηγηματογράφος. 2. άνθρωπος πολύ ικανός σε κάτι: Είναι αριστοτέχνης στα ψέματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αριστοτέχνης — ο (Α ἀριστοτέχνης, ο, θηλ. τέχνις, η) ο άριστος τεχνίτης, ο καλύτερος από τους τεχνίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνης < τέχνη] …   Dictionary of Greek

  • ἀριστότεχνα — ἀριστοτέχνης best of artificers masc voc sg ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνην — ἀριστοτέχνης best of artificers masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνου — ἀριστοτέχνης best of artificers masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνῃ — ἀριστοτέχνης best of artificers masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνα — ἀριστοτέχνᾱ , ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom/voc/acc dual ἀριστοτέχνᾱ , ἀριστοτέχνης best of artificers masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστοτέχνας — ἀριστοτέχνᾱς , ἀριστοτέχνης best of artificers masc acc pl ἀριστοτέχνᾱς , ἀριστοτέχνης best of artificers masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άριστος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός συγγραφέας (3ος 2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έγραψε μαζί με τον Ασκληπιάδη μια Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. 2. Φιλόσοφος της Νέας Ακαδημίας (1ος αι. π.Χ.). Ήταν αδελφός του… …   Dictionary of Greek

  • αριστοτεχνία — η (Μ ἀριστοτεχνία) [αριστοτέχνης] η άριστη τέχνη, η έξοχη ικανότητα, η δεξιοτεχνία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»