-
1 αριστοτόκεια
-
2 ἀριστοτόκεια
-
3 δυσαριστοτόκεια
δῠσ-ᾰριστοτόκεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαριστοτόκεια
-
4 ἀριστοτόκος
ἀριστο-τόκος, ον,A bearing the best children,γαστήρ Opp.C.3.62
:—poet. fem. [full] ἀριστοτόκεια [pron. full] [ᾰρ], Theoc.24.73, Tryph. 401, IG12(5).292 ([place name] Paros).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστοτόκος
См. также в других словарях:
ἀριστοτόκεια — ἀριστοτόκος 1 bearing the best children fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)