-
1 αριστητικός
-
2 ἀριστητικός
-
3 ἀριστητικός
ἀριστητικός, der zu frühstücken pflegt, Eupol. bei B, A. p. 79.
-
4 ἀριστητικός
-
5 ἀριστητικός
A fond of one's breakfast, Eup.130: [comp] Comp., Id.7.13D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστητικός
-
6 αριστητικώτεροι
-
7 ἀριστητικώτεροι
См. также в других словарях:
ἀριστητικός — fond of one s breakfast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστητικώτεροι — ἀριστητικός fond of one s breakfast masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)