-
1 αριστίνδας
ἀριστίνδᾱς, ἀριστίνδαςmasc acc plἀριστίνδᾱς, ἀριστίνδαςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
2 ἀριστίνδας
ἀριστίνδᾱς, ἀριστίνδαςmasc acc plἀριστίνδᾱς, ἀριστίνδαςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
3 ἀριστίνδας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστίνδας
-
4 αριστίνδην
ἀριστίνδαςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀριστίνδηνaccording to birth: indeclform (adverb) -
5 ἀριστίνδην
ἀριστίνδαςmasc acc sg (attic epic ionic)ἀριστίνδηνaccording to birth: indeclform (adverb) -
6 αριστίνδης
-
7 ἀριστίνδης
См. также в других словарях:
ἀριστίνδας — ἀριστίνδᾱς , ἀριστίνδας masc acc pl ἀριστίνδᾱς , ἀριστίνδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστίνδην — ἀριστίνδας masc acc sg (attic epic ionic) ἀριστίνδην according to birth indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριστίνδης — ἀριστίνδας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)