Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀριστήεσσιν

См. также в других словарях:

  • Ἀριστήεσσιν — Ἀρίστευς masc dat pl (epic) Ἀριστεύς masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριστήεσσιν — ἀριστεύς those who excel in valour masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχονδε — (Α) επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. δε] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»