Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀριθμήση

  • 1 αριθμήση

    ἀρίθμησις
    counting: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)
    ——————
    ἀριθμήσηι, ἀρίθμησις
    counting: fem dat sg (epic)
    ἀριθμέω
    number: aor subj mid 2nd sg
    ἀριθμέω
    number: aor subj act 3rd sg
    ἀριθμέω
    number: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αριθμήση

  • 2 ἀριθμήση

    Morphologia Graeca > ἀριθμήση

  • 3 ἀριθμήσῃ

    Morphologia Graeca > ἀριθμήσῃ

  • 4 αριθμήσηι

    ἀρίθμησις
    counting: fem dat sg (epic)
    ἀριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: aor subj mid 2nd sg
    ἀριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: aor subj act 3rd sg
    ἀριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αριθμήσηι

  • 5 ἀριθμήσηι

    ἀρίθμησις
    counting: fem dat sg (epic)
    ἀριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: aor subj mid 2nd sg
    ἀριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: aor subj act 3rd sg
    ἀριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: fut ind mid 2nd sg
    ἀ̱ριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ριθμήσῃ, ἀριθμέω
    number: futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀριθμήσηι

  • 6 αρίθμημα

    το, αρίθμηση [-ις (-εως)] η
    1) счёт, подсчёт; исчисление; счисление; 2) нумерация

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρίθμημα

См. также в других словарях:

  • αρίθμηση — η 1. λογάριασμα, μέτρημα: Όταν στο τέλος γίνηκε η αρίθμηση, βρέθηκαν οι μισοί από εκείνους που είχαν ξεκινήσει. 2. η διάκριση με ιδιαίτερο αριθμό καθενός από πολλά ομοειδή αντικείμενα: Έγινε η αρίθμηση των σελίδων του βιβλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρίθμηση — Η παράσταση των φυσικών αριθμών (δηλαδή των θετικών ακεραίων) με ένα κατάλληλο σύστημα, το οποίο να χρειάζεται έναν περιορισμένο αριθμό συμβόλων. Συνεπώς το πρόβλημα της α. μπορεί να τεθεί ως εξής: «να παρασταθεί ένας οποιοσδήποτε φυσικός αριθμός …   Dictionary of Greek

  • ἀριθμήση — ἀρίθμησις counting fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριθμήσῃ — ἀριθμήσηι , ἀρίθμησις counting fem dat sg (epic) ἀριθμέω number aor subj mid 2nd sg ἀριθμέω number aor subj act 3rd sg ἀριθμέω number fut ind mid 2nd sg ἀ̱ριθμήσῃ , ἀριθμέω number futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱ριθμήσῃ , ἀριθμέω number… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαδική αρίθμηση — Η συνηθισμένη αρίθμηση θέσης με βάση το 10. Με την αρίθμηση αυτή κάθε ακέραιος και στην ουσία κάθε ρητός αριθμός μπορεί να παρασταθεί (συμβολιστεί) με τη χρήση των γνωστών δέκα αραβικών συμβόλων (ψηφίων): {0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9}.… …   Dictionary of Greek

  • δυαδική αρίθμηση — Σύστημα αρίθμησης θέσης με βάση τον αριθμό 2. Έτσι, ενώ στη δεκαδική αρίθμηση οι μονάδες διαφόρων τάξεων είναι: 1, 10, 102, 103,…, στη δ.α. είναι: 1, 2, 22, 23,… Η γραφή ενός φυσικού αριθμού με τη δ.α. απαιτεί μόνο δύο σύμβολα, ένα για το μηδέν… …   Dictionary of Greek

  • Εφημερίδα της Κυβερνήσεως — Όργανο των επίσημων δημοσιεύσεων του κράτους, το οποίο εκδίδεται από το 1833. Ιδρύθηκε με βασιλικό διάταγμα της 1/13 2 1833 της Βαυαρικής Αντιβασιλείας. Από το 1896 υπάγεται στο υπουργείο Οικονομικών (προηγουμένως εξαρτιόταν από το υπουργείο… …   Dictionary of Greek

  • μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… …   Dictionary of Greek

  • ἀριθμήσηι — ἀρίθμησις counting fem dat sg (epic) ἀριθμήσῃ , ἀριθμέω number aor subj mid 2nd sg ἀριθμήσῃ , ἀριθμέω number aor subj act 3rd sg ἀριθμήσῃ , ἀριθμέω number fut ind mid 2nd sg ἀ̱ριθμήσῃ , ἀριθμέω number futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste der Autobahnen in Griechenland — Dies ist eine Liste aller griechischen Autobahnen. Verläufe der Autobahnen auf dem griechischen Festland …   Deutsch Wikipedia

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»