-
1 αριζηλως
-
2 αριζήλως
ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc acc pl (epic doric)ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem acc pl (epic doric) -
3 ἀριζήλως
ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc acc pl (epic doric)ἀρίζηλοςy: adverbial (epic)ἀρίζηλοςy: masc /fem acc pl (epic doric) -
4 ἀρί-ζηλος
ἀρί-ζηλος, 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον ϑῆκεν ϑεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
-
5 ἀρίζηλος
A- ζηλος IG9(1).270
), also η, ον, v. infr.:—[dialect] Ep. for ἀρίδηλος (- ζηλος from δy ηλος, cf. δῆλος from δεy αλος and δέατο), conspicuous, of lightning,ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί Il.13.244
, cf. Pi.O.2.61, S.lchn.72; of sound,ὡς δ' ὅτ' ἀριζήλη φωνή Il.18.219
; of persons whom all admire, ὥς τε θεώ περ ἀμφὶς ἀριζήλω ib. 519, AP4.1.3 (Mel.), etc.; . Adv. ἀριζήλως, εἰρημένα a plain tale, Od. 12.453.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρίζηλος
-
6 ἀρίζηλος
ἀρί - ζηλος ( δῆλος): conspicuous, clear, Il. 18.519,, Il. 2.318.—Adv., ἀριζήλως, Od. 12.453†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρίζηλος
См. также в других словарях:
ἀριζήλως — ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc acc pl (epic doric) ἀρίζηλος y adverbial (epic) ἀρίζηλος y masc/fem acc pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίζηλος — ἀρίζηλος, ον και η, ον (Α) Ι. 1. φανερός, καταφανής 2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός 3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός 4. (για πρόσωπα) θαυμαστός II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek